κραιαινω

κραιαινω
    κραιαίνω
    (aor. ἐκρήηνα, imper. aor. κρήηνον - 2 л. pl. κρηήνᾰτε, inf. aor. κρηῆναι; pass.: 3 л. pl. aor. ἐκράανθεν с ρᾱ, 3 л. pl. pf. κεκράανται с ρᾱ, 3 л. pl. ppf. κεκράαντο с ρᾱ) Hom., HH., Theocr. = κραίνω См. κραινω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κραιαινω" в других словарях:

  • κραιαίνω — κραίνω ṇ y pres subj act 1st sg (epic) κραίνω ṇ y pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • αυτόκρανος — αὐτόκρανος, ον (Α) φρ. «αὐτόκρανος λόγος» αυτονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρανος < κραίνω, ποιητ. και κραιαίνω «φέρνω σε πέρας, εκτελώ, καταλήγω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»